προσανατολίζω — προσανατολίζω, προσανατόλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσανατολίζω — προσανατόλισα, προσανατολίστηκα, προσανατολισμένος, προσδιορίζω τη θέση ή την πορεία κάποιου, κατευθύνω, ενημερώνω, κατατοπίζω: Δεν προσανατολίστηκε ακόμα στον τρόπο της δουλειάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσανατολισμός — Πράξη και μέθοδος με τις οποίες επιδιώκεται κάθε φορά η ανεύρεση κατεύθυνσης αναφορικά με ένα ορισμένο σημείο, προκαθορισμένη θέση ή διεύθυνση. Ο π. αναζητείται και εφαρμόζεται σε ποικίλες περιπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, στη διάταξη κτιρίων,… … Dictionary of Greek
ενημερώνω — (AM ἐνημερώνω και ἐνημερῶ, όω) [ενήμερος] καθιστώ κάποιον ενήμερο, γνώστη ζητημάτων, υποθέσεων ή καταστάσεων, τόν κατατοπίζω, τόν προσανατολίζω («δεν μέ ενημέρωσε έγκαιρα», «ο νέος υπουργός ενημερώθηκε στα θέματα τού υπουργείου από τον προκάτοχό… … Dictionary of Greek
κατατοπίζω — 1. καθοδηγώ κάποιον σχετικά με τις λεπτομέρειες μιας τοποθεσίας, τόν προσανατολίζω, τού δείχνω τα κατατόπια ή τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει 2. μτφ. πληροφορώ λεπτομερώς, ενημερώνω, διαφωτίζω κάποιον πάνω σε κάτι που δεν γνωρίζει. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κεντράρω — [κέντρο] φέρνω κάτι στο κέντρο ή τό προσανατολίζω προς το κέντρο … Dictionary of Greek
παραλληλίζω — ΝΜ [παράλληλος] θέτω, τοποθετώ πράγματα κατά τρόπο ώστε να είναι παράλληλα μεταξύ τους νεοελλ. 1. μτφ. παραβάλλω δύο ή περισσότερα πράγματα προκειμένου να εντοπίσω τις μεταξύ τους ομοιότητες ή διαφορές, συγκρίνω 2. παρομοιάζω 3. γεωγρ.… … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
προσανατολιστής — ο, Ν [προσανατολίζω] 1. αυτός που δίνει τη σωστή κατεύθυνση 2. στρ. (στο πυροβολικό) αξιωματικός ο οποίος έχει ως κύριο έργο την αναγνώριση τών θέσεων, τών δρομολογίων και τών παρατηρητηρίων τών πυροβολαρχιών τής μοίρας στην οποία ανήκει … Dictionary of Greek
κατευθύνω — κατεύθυνα, κατευθύνθηκα 1. διευθύνω, προσανατολίζω, οδηγώ: Οι γονείς πρέπει να κατευθύνουν τα παιδιά τους στον ορθό δρόμο. 2. το μέσ., κατευθύνομαι διευθύνομαι σε ορισμένο σημείο ή αποβλέπω σε κάποιο σκοπό: Όλες του οι ενέργειες κατευθύνονται… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)